σημεαφόρος

σημεαφόρος
ὁ, Α
βλ. σημαιοφόρος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σημαιοφόρος — ο, η / σημαιοφόρος ον, ΝΜΑ, και σιμαιοφόρος Μ, και σημαιαφόρος και σημειοφόρος και σημεαφόρος και σημηαφόρος και σημιαφόρος και σιμιαφόρος και σημιαφώρος Α αυτός που κρατάει τη σημαία σε μια εκδήλωση νεοελλ. 1. ναυτ. ο πρώτος βαθμός αξιωματικού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”